τσίρος — ο 1. σκουμπρί αποξεραμένο. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ αδύνατος, ισχνός, αχαμνός: Απ την πολλή δίαιτα έγινε τσίρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
цирус — молодая скумбрия , черноморск. (Даль). Из нов. греч. τσίρος – то же; см. Фасмер, ИОРЯС 11, 2, 392; Гр. сл. эт. 223. Относительно этимологии греч. слова ср. Г. Майер, Türk. St. I, 22; Андриотис 268 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εκταριχεύω — ἐκταριχεύω (Μ) 1. ταριχεύω 2. (το παθ. μτφ.) γίνομαι από την ασιτία κάτισχνος, σαν μούμια («ἐκτεταριχευμένος ἀπαστίᾳ» σαν μούμια, σαν τσίρος από την πείνα, Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… … Dictionary of Greek
τζήρος — ὁ, Μ βλ. τσίρος … Dictionary of Greek
τζίρος — (I) ο, Ν 1. κίνηση εμπορικών συναλλαγών, κύκλος εργασιών 2. συνολικό μικτό κέρδος ορισμένης χρονικής περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giro < λατ. gyrus < γῦρος]. (II) ο, Ν βοτ. βλ. τσίρος … Dictionary of Greek
τζύρος — ο, Ν βλ. τσίρος … Dictionary of Greek
τσίχλα — η 1. το ωδικό πουλί κίχλη. 2. μτφ., άνθρωπος αδύνατος, κοκαλιάρης, τσίρος: Από τη νηστεία έγινε σαν τσίχλα. 3. τσίκλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)